- επαοιδία
- ἐπαοιδία, η (Α)μτγν. τ. αντί ἐπωδή(κατά τον Ησύχ.) «ἐπαοιδίαφαρμακεία, γοητεία».
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπαοιδία — ἐπαοιδίᾱ , ἐπαοιδία fem nom/voc/acc dual ἐπαοιδίᾱ , ἐπαοιδία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαοιδίᾳ — ἐπαοιδίᾱͅ , ἐπαοιδία fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαοιδίας — ἐπαοιδίᾱς , ἐπαοιδία fem acc pl ἐπαοιδίᾱς , ἐπαοιδία fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαοιδίαι — ἐπαοιδίᾱͅ , ἐπαοιδία fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαοιδίαν — ἐπαοιδίᾱν , ἐπαοιδία fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαοιδιῶν — ἐπαοιδία fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαοιδίαις — ἐπαοιδία fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)